- νεφελοχυσία
- νεφελοχυσία, ἡ (Μ)επικάλυψη τών οφθαλμών με μεμβράνα, καταρράκτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + -χυσία (< -χυτός < χέω), πρβλ. αιματο-χυσία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… … Dictionary of Greek